- καταδικαστικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί στην καταδίκη κάποιου: Βγήκε καταδικαστική απόφαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταδικαστικός — ή, ό (Α καταδικαστικός, ή, όν) [καταδικαστής] αυτός που καταδικάζει, αυτός που συνεπάγεται καταδίκη («καταδικαστική απόφαση») νεοελλ. αποδοκιμαστικός, επικριτικός … Dictionary of Greek
καταδικαστικόν — καταδικαστικός condemnatory masc acc sg καταδικαστικός condemnatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικαστικήν — καταδικαστικός condemnatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικαστικῶς — καταδικαστικός condemnatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)